Μετάβαση στο περιεχόμενο

celle

Από Βικιλεξικό

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
celle < θηλυκό του celui

Αντωνυμία

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
celle celles

celle (fr)

  • (δεικτική αντωνυμία) αυτή