celowo

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]

celowo < από τη λέξη cel

Επίρρημα

[επεξεργασία]

celowo (pl)