censorship
Εμφάνιση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]censorship (en) (μη μετρήσιμο)
- η λογοκρισία
- ⮡ repeated cases of political censorship - αλλεπάλληλα κρούσματα πολιτικής λογοκρισίας
censorship (en) (μη μετρήσιμο)