centenaire
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- centenaire < (nombre) centenaire
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
centenaire | centenaires |
centenaire (fr) αρσενικό
- η εκατοστή επέτειος, η εκατονταετηρίδα
- nous fêtons le centenaire de sa mort - γιορτάζουμε τα 100 χρόνια από το θάνατό του
Επίθετο
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
centenaire | centenaires |
centenaire (fr) αρσενικό ή θηλυκό