Μετάβαση στο περιεχόμενο

centimètre

Από Βικιλεξικό
Δείτε επίσης: centimetre

Προφορά

[επεξεργασία]
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
centimètre centimètres

centimètre (fr) αρσενικό