chafe
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- chafe < μέση αγγλική chaufen < παλαιά γαλλική chaufer < λατινική calefacere, calfacere < calere + facere
Ρήμα[επεξεργασία]
chafe (en)
- φθείρω-γδέρνω λόγω τριβής
- θερμαίνω ή ξεμουδιάζω μέσω τριβής