chafe

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

chafe < μέση αγγλική chaufen < παλαιά γαλλική chaufer < λατινική calefacere, calfacere < calere + facere

Ρήμα[επεξεργασία]

chafe (en)

  1. φθείρω-γδέρνω λόγω τριβής
  2. θερμαίνω ή ξεμουδιάζω μέσω τριβής