chaff
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]chaff (en)
- συνολικά τα κελύφη σπόρων (και συγκεκριμένα δημητριακών), τα λέπυρα
- κόκκοι σκουπιδιών, σκουπιδόκοκκοι
- chaff countermeasures: θραύσματα παραπλάνησης ραντάρ, θραυσματικά αντίμετρα
Σημειώσεις
[επεξεργασία]Η λέξη chaff είναι στον ενικό και σημαίνει πολλοί κόκκοι-θραύσματα-κελύφη, πληθυντικός χρησιμοποιείται αν συγκρίνουμε διαφορετικές ποιότητες, πχ. variant chaff countermeasures ή variant chaffs: διαφορετικές ποιότητες θραυσμάτων παραπλάνησης ραντάρ