chalcocite
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
chalcocite | chalcocites |
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]chalcocite (fr) αρσενικό
- (χημεία) χαλκοσίτης
ενικός | πληθυντικός |
chalcocite | chalcocites |
chalcocite (fr) αρσενικό