chaminé
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Πορτογαλικά (pt)
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
---|---|
chaminé | chaminés |
chaminé (pt) θηλυκό
- η καμινάδα
ενικός | πληθυντικός |
---|---|
chaminé | chaminés |
chaminé (pt) θηλυκό