chardon
Εμφάνιση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]
Προφορά
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
chardon | chardons |
chardon (fr) αρσενικό
- (φυτό) το γαϊδουράγκαθο
ενικός | πληθυντικός |
chardon | chardons |
chardon (fr) αρσενικό