Μετάβαση στο περιεχόμενο

chaudron

Από Βικιλεξικό
      ενικός         πληθυντικός  
chaudron chaudrons

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
chaudron < παλαιά γαλλική chauderon

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ʃo.dʁɔ̃/

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

chaudron (fr) αρσενικό