Μετάβαση στο περιεχόμενο

chercheur

Από Βικιλεξικό

Προφορά

[επεξεργασία]
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
chercheur chercheurs

chercheur (fr) αρσενικό