chercheur
Εμφάνιση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]
Προφορά
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
chercheur | chercheurs |
chercheur (fr) αρσενικό
ενικός | πληθυντικός |
chercheur | chercheurs |
chercheur (fr) αρσενικό