chewing
Εμφάνιση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]chewing (en)
- η μάσηση
Συνώνυμα
[επεξεργασία]
Ρηματικός τύπος
[επεξεργασία]chewing (en)
- ενεργητική μετοχή ενεστώτα του chew
chewing (en)
chewing (en)