chien de chasse
Γαλλικά (fr) [επεξεργασία]
Πολυλεκτικός όρος[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
---|---|
chien de chasse | chiens de chasse |
chien de chasse (fr) αρσενικό
- το κυνηγόσκυλο
ενικός | πληθυντικός |
---|---|
chien de chasse | chiens de chasse |
chien de chasse (fr) αρσενικό