chiliasme

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
      ενικός         πληθυντικός  
chiliasme chiliasmes

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

chiliasme (fr) αρσενικό