chimique
Εμφάνιση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- chimique < chimie
Προφορά
[επεξεργασία]
Επίθετο
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
chimique | chimiques |
chimique (fr) αρσενικό ή θηλυκό
- χημικός
- formule chimique - χημικός τύπος