Μετάβαση στο περιεχόμενο

chocolat

Από Βικιλεξικό
      ενικός         πληθυντικός  
chocolat chocolats

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

chocolat (fr) αρσενικό

Συγγενικά

[επεξεργασία]