chocolat
Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά
(fr)
[
επεξεργασία
]
ενικός
πληθυντικός
chocolat
chocolats
Ουσιαστικό
[
επεξεργασία
]
chocolat
(fr)
αρσενικό
η
σοκολάτα
Συγγενικές λέξεις
[
επεξεργασία
]
chocolat
chocolaté
chocolaterie
chocolatier
Κατηγορίες
:
Γαλλική γλώσσα
Ουσιαστικά (γαλλικά)
Αντίστροφο λεξικό (γαλλικά)
Μενού πλοήγησης
Προσωπικά εργαλεία
Δίχως Σύνδεση
Σελίδα συζήτησης αυτής της διεύθυνσης IP
Συνεισφορές
Δημιουργία λογαριασμού
Σύνδεση
Ονοματοχώροι
Σελίδα
Συζήτηση
Ελληνικά
Προβολές
Ανάγνωση
Επεξεργασία
Προβολή ιστορικού
Περισσότερα
Πλοήγηση
Κύρια Σελίδα
Πρόσφατες αλλαγές
Κατηγορίες
Δημιουργήστε!
Ζητήστε!
Βικιδημία
Σελίδες συζήτησης
Νέα συντακτών
Νέες σελίδες
Τυχαία σελίδα
Βοήθεια
Βοήθεια
Πρότυπα
Δωρεές
Εργαλειοθήκη
Συνδέσεις προς εδώ
Σχετικές αλλαγές
Επιφόρτωση αρχείου
Ειδικές σελίδες
Σταθερός σύνδεσμος
Πληροφορίες σελίδας
Παραπομπή αυτής της σελίδας
Εκτύπωση/εξαγωγή
Δημιουργία βιβλίου
Κατέβασμα ως PDF
Εκτυπώσιμη έκδοση
Άλλες γλώσσες
Afrikaans
العربية
Asturianu
Azərbaycanca
Dansk
Deutsch
English
Esperanto
Español
Eesti
Euskara
Suomi
Na Vosa Vakaviti
Français
Galego
Magyar
Bahasa Indonesia
Ido
Íslenska
Italiano
日本語
한국어
Kernowek
Кыргызча
Lëtzebuergesch
Lietuvių
Македонски
Монгол
Nederlands
Norsk
Occitan
Polski
Русский
Sängö
Slovenčina
Soomaaliga
Svenska
தமிழ்
Тоҷикӣ
ไทย
Oʻzbekcha / ўзбекча
Tiếng Việt
Walon
中文