chomik
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Πολωνικά (pl)
[επεξεργασία]Προφορά
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]chomik (pl) αρσενικό
- (θηλαστικό ζώο) το χάμστερ
- (μεταφορικά) άτομο που μαζεύει άχρηστα πράγματα
chomik (pl) αρσενικό