chomik

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ˈxɔ.mik/
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

chomik (pl) αρσενικό

  1. (θηλαστικό ζώο) το χάμστερ
  2. (μεταφορικά) άτομο που μαζεύει άχρηστα πράγματα

Συγγενικά

[επεξεργασία]