ciboulette

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
      ενικός         πληθυντικός  
ciboulette ciboulettes

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

ciboulette (fr) θηλυκό