cicatrice

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Προφορά

[επεξεργασία]
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
cicatrice cicatrices

cicatrice (fr) θηλυκό

Συγγενικά

[επεξεργασία]



Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

cicatrice (it)



Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

cicatrice (ro)