cicatrice
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
cicatrice | cicatrices |
cicatrice (fr) θηλυκό
- η ουλή
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη cicatriser
Ιταλικά (it)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
cicatrice (it)
- η ουλή
Ρουμανικά (ro)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
cicatrice (ro)
- η ουλή