ciepło
Εμφάνιση
Πολωνικά (pl)
[επεξεργασία]
Προφορά
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ciepło (pl) ουδέτερο
Επίρρημα
[επεξεργασία]ciepło (pl) , συγκριτικός : cieplej, υπερθετικός : najcieplej
ciepło (pl) ουδέτερο
ciepło (pl) , συγκριτικός : cieplej, υπερθετικός : najcieplej