Μετάβαση στο περιεχόμενο

circumstantial

Από Βικιλεξικό
παραθετικά
θετικός circumstantial
συγκριτικός more circumstantial
υπερθετικός most circumstantial

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
circumstantial < circumstance + -ial

Επίθετο

[επεξεργασία]

circumstantial (en)

  1. (νομικός όρος) έμμεσος, για αποδείξεις
      Although many people believe that forensic evidence is direct evidence, it is often considered as circumstantial evidence.
    Αν και πολλοί άνθρωποι πιστεύουν ότι τα εγκληματολογικά στοιχεία είναι άμεσες αποδείξεις, συχνά θεωρούνται ως έμμεσες αποδείξεις.
     αντώνυμα: direct
  2. (επίσημο) περιστασιακός, συγκυριακός, που έχει σχέση με μια συγκεκριμένη περίσταση
      A combination of historical and circumstantial elements led to the outbreak of the revolution.
    Ένας συνδυασμός ιστορικών και συγκυριακών στοιχείων οδήγησε στην έκρηξη της επανάστασης.
     συνώνυμα:  situational