περιστασιακός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- περιστασιακός < → δείτε τις λέξεις περίσταση και -ιακός ((σημασιολογικό δάνειο) (γαλλικά circonstanciel)
Επίθετο[επεξεργασία]
περιστασιακός, -ή, -ό
- που έχει σχέση ή αφορά μια συγκεκριμένη περίσταση
- που συμβαίνει εξαιτίας ορισμένων συγκυριών ή περιστάσεων
[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
περιστασιακός
|