ciseaux
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ciseaux (fr) αρσενικό πληθυντικός
- ψαλίδι
- une paire de ciseaux