clínico

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Πορτογαλικά (pt)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

clínico (pt) < από το κλινικός < κλίνη

ενικός πληθυντικός
clínico clínicos

Επίθετο[επεξεργασία]

clínico (pt)

  • ο σχετικός με την κλινική εικόνα ενός ασθενούς και την θεραπεία του σε νοσηλευτικό ίδρυμα