clamp
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
clamp (en)
- εργαλείο που σφίγγει και συγκρατεί αντικείμενα, σφιγκτήρας
Ρήμα[επεξεργασία]
clamp (en)
- στερεώνω κάτι με έναν σφιγκτήρα (εργαλείο)
- κρατώ κάτι σφιχτά