Μετάβαση στο περιεχόμενο

clamp

Από Βικιλεξικό

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

clamp (en)

  1. εργαλείο που σφίγγει και συγκρατεί αντικείμενα, σφιγκτήρας

clamp (en)

  1. στερεώνω κάτι με έναν σφιγκτήρα (εργαλείο)
  2. κρατώ κάτι σφιχτά

Συγγενικά

[επεξεργασία]