clareira
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Πορτογαλικά (pt)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
---|---|
clareira | clareiras |
clareira (pt) θηλυκό
- το ξέφωτο
ενικός | πληθυντικός |
---|---|
clareira | clareiras |
clareira (pt) θηλυκό