Μετάβαση στο περιεχόμενο

classificatoire

Από Βικιλεξικό
      ενικός         πληθυντικός  
classificatoire classificatoires

Επίθετο

[επεξεργασία]

classificatoire (fr) αρσενικό ή θηλυκό

Συγγενικά

[επεξεργασία]