classificatoire
Εμφάνιση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
classificatoire | classificatoires |
Επίθετο
[επεξεργασία]classificatoire (fr) αρσενικό ή θηλυκό
- που δημιουργεί ή συγκροτεί μια ταξινόμηση
Συγγενικά
[επεξεργασία]- → δείτε τη λέξη classifier