claustrophobie
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr) [επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /klos.tʁɔ.fɔ.bi/
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
claustrophobie (fr) θηλυκό