κλειστοφοβία
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]κλειστοφοβία θηλυκό
- η φοβία για τους κλειστούς χώρους
Συγγενικά
[επεξεργασία]
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] κλειστοφοβία