col roulé
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
---|---|
col roulé | cols roulés |
col roulé (fr) αρσενικό
ενικός | πληθυντικός |
---|---|
col roulé | cols roulés |
col roulé (fr) αρσενικό