collimate

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

Ετυμολογία en[επεξεργασία]

Προφορά[επεξεργασία]

/ˈkɒlɪmeɪt/

Ρήμα[επεξεργασία]

  • παραλληλίζω τροχιά, ευθυγραμμίζω ακτινοβολία, συγκεντρώνω ακτίνα
    • παραλληλίζω την τροχιά σωματιδίου (πχ. σε επιταχυντή ή σε μικροσκόπιο, τηλεσκόπιο κτλ.)