Μετάβαση στο περιεχόμενο

coloration

Από Βικιλεξικό
      ενικός         πληθυντικός  
coloration colorations

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

coloration (fr) θηλυκό

Συγγενικά

[επεξεργασία]
  •  δείτε τη λέξη couleur