come into

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Έκφραση

[επεξεργασία]

come into (en)

  1. μου 'ρχονται χρήματα ξαφνικά, αποκτώ περιουσία ξαφνικά
    συνήθως: κληρονομώ
  2. ξεκινώ διαδικασία, πρότζεκτ, εταιρεία κτλ