come into
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]Έκφραση
[επεξεργασία]come into (en)
- μου 'ρχονται χρήματα ξαφνικά, αποκτώ περιουσία ξαφνικά
- συνήθως: κληρονομώ
- ξεκινώ διαδικασία, πρότζεκτ, εταιρεία κτλ