commandeer
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /ˌkɒmənˈdɪər/
Ρήμα[επεξεργασία]
commandeer (en)
- επιτάσσω ιδιοκτησία για στρατιωτικούς σκοπούς, επιτάσσω
commandeer (en)