comodino

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ιταλικά (it)[επεξεργασία]

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

comodino (it) αρσενικό

  1. κομοδίνο
  2. σε μια θεατρική παράσταση ο αντικαταστάτης ενός ηθοποιού που απουσιάζει