comodino
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ιταλικά (it)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
comodino (it) αρσενικό
- κομοδίνο
- σε μια θεατρική παράσταση ο αντικαταστάτης ενός ηθοποιού που απουσιάζει
comodino (it) αρσενικό