Μετάβαση στο περιεχόμενο

competitor

Από Βικιλεξικό
      ενικός         πληθυντικός  
competitor competitors

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

competitor (en)

  • ο ανταγωνιστής
      The company has many competitors.
    Η εταιρεία έχει πολλούς ανταγωιστές.