comprimé
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
comprimé (fr) αρσενικό
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
comprimé (fr) αρσενικό
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη comprimer