πεπιεσμένος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- πεπιεσμένος < αρχαία ελληνική πεπιεσμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου πιέζω
Μετοχή
[επεξεργασία]πεπιεσμένος, -η, -ο
- που βρίσκεται σε κατάσταση υψηλής πίεσης
- που έχει υποστεί υψηλή πίεση
Συνώνυμα
[επεξεργασία]Συγγενικά
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] πεπιεσμένος