conceive

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

conceive (en)

  1. συλλαμβάνω (μένω έγκυος]]
  2. συλλαμβάνω (κατανοώ)
  3. συλλαμβάνω (μια ιδέα, ένα σχέδιο)