concreto
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ισπανικά (es)
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
---|---|
concreto | concretos |
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]concreto (es) αρσενικό
ενικός | πληθυντικός |
---|---|
concreto | concretos |
concreto (es) αρσενικό