conta
Εμφάνιση
Πορτογαλικά (pt)
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
---|---|
conta | contas |
conta (pt) θηλυκό
Ρουμανικά (ro)
[επεξεργασία]
Ρήμα
[επεξεργασία]conta (ro)
ενικός | πληθυντικός |
---|---|
conta | contas |
conta (pt) θηλυκό
conta (ro)