continually

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
continually < continual + -ly

Επίρρημα

[επεξεργασία]

continually (en)

  1. επανειλημμένα, με τρόπο που επαναλαμβάνεται πολλές φορές ώστε να είναι ενοχλητικό
    ⮡  I have continually met with him but he didn’t tell me anything.
    Τον έχω συναντήσει επανειλημμένα αλλά τίποτα δε μου είπε.
  2. συνεχώς, αδιάκοπα, με τρόπο που συνεχίζεται χωρίς διακοπή
    ⮡  He is continually busy.
    Είναι συνεχώς απασχολημένος.
    ⮡  His health is continually getting better.
    Η υγεία του καλυτερεύει συνεχώς.
    ⮡  It has been snowing continually for the last few days.
    Τις τελευταίες μέρες χιονίζει αδιάκοπα.

Συνώνυμα

[επεξεργασία]