conversion
Εμφάνιση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
conversion | conversions |
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]conversion (en)
- (μετρήσιμο και μη μετρήσιμο) η μετατροπή, η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του μετατρέπω
- ⮡ The conversion factor makes it possible to get the quantity in meters.
- Ο συντελεστής μετατροπής καθιστά δυνατή τη λήψη της ποσότητας σε μέτρα.
- ⮡ Conversion of energy from solar to electrical is important for green technology.
- Η μετατροπή ενέργειας από ηλιακή σε ηλεκτρική είναι σημαντική για την πράσινη τεχνολογία.
- ⮡ The conversion of the old factory into a cultural center was impressive.
- Η μετατροπή του παλιού εργοστασίου σε πολιτιστικό κέντρο ήταν εντυπωσιακή.
- ⮡ Currency conversion is based on the exchange rate.
- Η μετατροπή του νομίσματος γίνεται βάσει της ισοτιμίας.
- ⮡ The conversion factor makes it possible to get the quantity in meters.
- (μετρήσιμο και μη μετρήσιμο) ο προσηλυτισμός
- ⮡ In the 9th century AD, conversion of the Bulgarians to Catholicism was attempted.
- Τον 9ο μ.X. αι. επιχειρήθηκε ο προσηλυτισμός των Βουλγάρων στον καθολικισμό.
- ⮡ In the 9th century AD, conversion of the Bulgarians to Catholicism was attempted.
Συγγενικά
[επεξεργασία]- → δείτε τη λέξη convert