Μετάβαση στο περιεχόμενο

conversion

Από Βικιλεξικό
      ενικός         πληθυντικός  
conversion conversions

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

conversion (en)

  1. (μετρήσιμο και μη μετρήσιμο) η μετατροπή, η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του μετατρέπω
      The conversion factor makes it possible to get the quantity in meters.
    Ο συντελεστής μετατροπής καθιστά δυνατή τη λήψη της ποσότητας σε μέτρα.
      Conversion of energy from solar to electrical is important for green technology.
    Η μετατροπή ενέργειας από ηλιακή σε ηλεκτρική είναι σημαντική για την πράσινη τεχνολογία.
      The conversion of the old factory into a cultural center was impressive.
    Η μετατροπή του παλιού εργοστασίου σε πολιτιστικό κέντρο ήταν εντυπωσιακή.
      Currency conversion is based on the exchange rate.
    Η μετατροπή του νομίσματος γίνεται βάσει της ισοτιμίας.
  2. (μετρήσιμο και μη μετρήσιμο) ο προσηλυτισμός
      In the 9th century AD, conversion of the Bulgarians to Catholicism was attempted.
    Τον 9ο μ.X. αι. επιχειρήθηκε ο προσηλυτισμός των Βουλγάρων στον καθολικισμό.

Συγγενικά

[επεξεργασία]
  •  δείτε τη λέξη convert