μετατροπή
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- μετατροπή < αρχαία ελληνική μετατροπή < μετατρέπω < μετά + τρέπω < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *terkʷ- (γυρίζω, στρέφω) (σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική conversion)
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]μετατροπή θηλυκό
- η διαδικασία ή το αποτέλεσμα του μετατρέπω
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] μετατροπή
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'ψυχή' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την πρωτοϊνδοευρωπαϊκή (νέα ελληνικά)
- Σημασιολογικά δάνεια από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)