coquo
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Λατινικά (la) [επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- coquo < ινδοευρωπαϊκή ρίζα *pekʷ- (=μαγειρεύω) (συγγενές με το σανσκριτικό पचति (pácati) και το αρχαιοελληνικό πέσσω)
Ρήμα[επεξεργασία]
coquo
[επεξεργασία]
[επεξεργασία]
Κλίση[επεξεργασία]
Γ' συζυγία (coquo, coxi, coctum, coquere)
|