coranique
Εμφάνιση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- coranique < Coran
Επίθετο
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
coranique | coraniques |
coranique (fr) αρσενικό ή θηλυκό
ενικός | πληθυντικός |
coranique | coraniques |
coranique (fr) αρσενικό ή θηλυκό