corvè

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
corvè < γαλλική corvée

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

corvè (it) θηλυκό άκλιτο