corvée

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

corvée (en)

  • η αγγαρεία, η καταναγκαστική εργασία που ήταν υποχρεωμένος να κάνει ένας υποτελής για τον κύριό του



Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

Προφορά[επεξεργασία]

 

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
corvée corvées

corvée (fr) θηλυκό

Συγγενικά[επεξεργασία]