corvée

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

corvée (en)



      ενικός         πληθυντικός  
corvée corvées

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
corvée < υστερολατινική conrogata

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /kɔʁ.ve/
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

corvée (fr) θηλυκό

Συγγενικά

[επεξεργασία]