corvée
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]corvée (en)
- η αγγαρεία
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
corvée | corvées |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- corvée < υστερολατινική conrogata
Προφορά
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]corvée (fr) θηλυκό
- η αγγαρεία, η καταναγκαστική εργασία που ήταν υποχρεωμένος να κάνει ένας υποτελής για τον κύριό του