cough
Εμφάνιση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
cough | coughs |
cough (en)
Ρήμα
[επεξεργασία]ενεστώτας | cough |
γ΄ ενικό ενεστώτα | coughs |
αόριστος | coughed |
παθητική μετοχή | coughed |
ενεργητική μετοχή | coughing |
cough (en)